Τρίτη 11 Μαΐου 2021. Μια 20χρονη γυναίκα δολοφονημένη στη σοφίτα της οικίας της στα Γλυκά Νερά, το αγαπημένο της κατοικίδιο κρεμασμένο στη σκάλα, το 11 μηνών βρέφος της τοποθετημένο πάνω της και ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας δεμένος χειροπόδαρα κοντά στο πτώμα. Η σκηνή ενός εγκλήματος που για 37 ημέρες παρουσιαζόταν από τον 32χρονο Μπάμπη Αναγνωστόπουλο ως ληστεία με τραγική κατάληξη γεννούσε ερωτηματικά. Η κοινή γνώμη παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα μια ιστορία που έμοιαζε να έχει πολλά κρυμμένα μυστικά. Οι κάμερες φιλοξενούσαν δηλώσεις του συζύγου, που μεταξύ άλλων με απόλυτη ηρεμία απαντούσε στην ερώτηση των δημοσιογράφων «Και τι ζητάτε τώρα;»: «Να μη γίνει σε κανέναν άλλο ποτέ ξανά τίποτα άλλο. Τα παιδιά ξέρουν τη δουλειά τους, θα τους πιάσουν, κι αυτό που πέρασα εγώ, η οικογένειά μου και η οικογένεια της γυναίκας μου να μην το περάσει ξανά κανείς. Ποτέ». Ειδική ομάδα αξιωματικών της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής ανέλαβε τις έρευνες για να εξιχνιάσει την υπόθεση, ενώ λίγες ώρες μετά το στυγερό έγκλημα με Κοινή Υπουργική Απόφαση του υπουργού Προστασίας του Πολίτη Μιχάλη Χρυσοχοΐδη και του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών Θεόδωρου Σκυλακάκη προκηρύχθηκε χρηματική αμοιβή ύψους 300.000 ευρώ σε οποιονδήποτε δώσει στοιχεία και πληροφορίες που θα οδηγούσαν στη σύλληψη των δραστών.

Εγώ τη σκότωσα”

Τα ευρήματα από τα εγκληματολογικά εργαστήρια άρχισαν να ξεκαθαρίζουν το τοπίο. Η ιατροδικαστική εξέταση στο πτώμα της αδικοχαμένης Καρολάιν δεν φανέρωσε κανένα σημάδι πάλης ή ίχνος ξένου DNA, ενώ ο θάνατός της αποδόθηκε σε ασφυξία. Την ώρα λοιπόν που αρκετοί μιλούσαν για επαγγελματίες κακοποιούς που φρόντισαν να μην αφήσουν στοιχεία, ο 32χρονος πιλότος απομακρυνόταν από το κάδρο του υπόπτου. Ή έτσι τον έκαναν να πιστεύει; Οι κινήσεις που κατέγραψε το κινητό του τηλέφωνο, το βιομετρικό ρολόι της Καρολάιν και οι κάμερες ασφαλείας στο σπίτι του ζευγαριού «μίλησαν» και οδήγησαν τον Μπάμπη Αναγνωστόπουλο και πάλι ενώπιον των Αρχών – αυτή τη φορά όχι για μια απλή κατάθεση. Άντρες της ΕΛ.ΑΣ. βρέθηκαν στην Αλόννησο την Πέμπτη 17 Ιουνίου, τη μέρα του μνημοσύνου της Καρολάιν, και λίγο πριν από την τέλεση του τρισάγιου ζήτησαν από τον δράστη να τους ακολουθήσει. Με πλωτό μέσο με τα στοιχεία και την πληροφόρηση που είχα ήμουν απόλυτα βέβαιος –και δεν έφτασαν μέχρι τη Σκιάθο κι από εκεί με ελικόπτερο στην Αθήνα. Λίγες ώρες αργότερα ο 32χρονος γυναικοκτόνος ομολόγησε το ειδεχθές έγκλημά του λέγοντας: «Ναι, εγώ τη σκότωσα. Θόλωσα, πήρα μια μπλούζα, της έκλεισα το στόμα και τη μύτη και την έπνιξα». Ο καθ’ ομολογίαν δράστης υποστήριξε ότι το έγκλημα δεν ήταν προμελετημένο. Ωστόσο το γεγονός ότι αφαίρεσε την κάρτα μνήμης από τις κάμερες ασφαλείας του σπιτιού περίπου τέσσερις ώρες πριν από τη δολοφονία αναιρεί τον ισχυρισμό του. Ενώπιον εισαγγελέα και ανακριτή ζήτησε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης σχετικά με την κάμερα που βρισκόταν στο ισόγειο του σπιτιού, προκειμένου να διαπιστωθεί η ακριβής ώρα που αφαιρέθηκε η κάρτα SIM. Αμέσως μετά οδηγήθηκε στην 6η πτέρυγα των φυλακών Κορυδαλλού, όπου κρατείται σε ειδικές συνθήκες για λόγους ασφαλείας.

“Δεν πρόκειται για έηκλημα πάθους”

Ο Θανάσης Κατερινόπουλος, ταξίαρχος εν αποστρατεία και επίτιμος πρόεδρος των αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ, ήταν από τους πρώτους που άφησε αιχμές για τον συζυγοκτόνο όταν βρέθηκε καλεσμένος στην εκπομπή της Αγγελικής Νικολού- λη ΦωςστοΤούνελ. Μιλώντας στο OK! εξηγεί τι ήταν αυτό που τον έκανε να υποψιαστεί από την αρχή τον Μπάμπη Αναγνωστόπουλο: «Πέραντουότιείχα κάποια πληροφόρηση σχετικά με ορισμένα περιστατικά που είχαν συμβεί αλλά και το γεγονός ότι επισκέπτονταν μαζί μια σύμβουλο ψυχικής υγείας, θα σου πω ότι αυτό που”μίλησε” ήταν η γλώσσα του σώματος. Μίλαγε το βλέμμα του, το στήσιμό του, η συμπεριφορά του απέναντι στις κάμερες. Σε συνδυασμό λοιπόν με τα στοιχεία και την πληροφόρηση που είχα ήμουν απόλυτα βέβαιος –και δεν το λέω εκ του ασφαλούς τώρα, το είχα πει τότε– ότι αυτός είναι ο δολοφόνος. Είμαι πεπεισμένος ότι δεν πρόκειται για έγκλημα ερωτικού πάθους, δεδομένου ότι εδώ υπήρξε μια μελέτη, ένας σχεδιασμός και η εκτέλεση στην πορεία. Τα εγκλήματα πάθους και εν βρασμώ ψυχικής ορμής είναι εγκλήματα της στιγμής. Εδώ όμως δεν βλέπω ένα έγκλημα της στιγμής. Ο σχεδιασμός ξεκίνησε από τις12.00 το βράδυ (σ.σ. η ώρα θανάτου της αδικοχαμένης κοπέλας ήταν 04.11 το ξημέρωμα της 11ης Μαϊου), ίσως και νωρίτερα. Κατά τη δική μου εκτίμηση, λοι- πόν, μιλάμε για ένα προμελετημένο έγκλημα που τέλεσε σε ήρεμη ψυχική κατά- σταση. Είχε όλο τον χρόνο να κάνει όλα αυτά που έκανε μετά το έγκλημα. Να δεθεί, να ειδοποιήσει με τον τρόπο που φέρεται να ειδοποίησε τις Αρχές. Με τη μύτη. Αυτό πού το πάτε… Είπα εξαρχής ότι πρέπει να γίνει αναπαράσταση της σκηνής. Δεν σας κρύβω ότι είχα ένα τέταρτο που παιδευόμουν να καλέσω έναν αριθμό στο κινητό μου με τη μύτη, βλέποντας μάλιστα το τηλέφωνο. Ε, δεν κατά- φερα να καλέσω με αυτό τον τρόπο». Όσον αφορά το ενδεχόμενο συνεργού, ο Θανάσης Κατερινόπουλος ξεκαθαρίζει: «Μέσα στο σπίτι δεν πιστεύω ότι υπήρχε άλλο άτομο σε καμία περίπτωση. Εκτιμώ, όμως, ότι μάλλον υπάρχει άλλο άτομο ή άτομα που πιθανόν να γνώριζαν αυτή τη διαδικασία. Αυτό πρέπει να το ερευ- νήσουν οι Αρχές». Στην τελευταία εκπομπή της Αγγελικής Νικολούλη ο ίδιος μίλησε για ένα στοιχείο που πρέπει να ερευνήσουν οι Αρχές και αφορούσε ένα σπίτι στη Σούδα. «Ένα ζευγάρι, σύμφωνα με πληροφορία, πήγε τον Απρίλιο να νοικιάσει ένα σπίτι σε ένα χωριό έξω από τη Σούδα. Δεν αξιοποιείται άμεσα με το έγκλημα, έμμεσα όμως ναι, με την έννοια ότι ένας από τους δύο εμπλεκόμενους ταξίδεψε στην Κρήτη για να νοικιάσει το σπίτι. Δεν θέλω να πω αν ήταν η γυναίκα ή ο άντρας» τόνισε. Σχετικά με την περιβόητη ύποπτη μαύρη BMW που καταγράφηκε στις 03.35 της 11ης Μαΐου από κάμερες της Τροχαίας να μπαίνει στην οδό Διαδόχου Παύλου, που οδηγεί στη μεζονέτα στην οποία έγινε η δολοφονία, και να φεύγει με ταχύτητα προς τη Λεωφόρο Λαυρίου περίπου κατά τις 05.30, ο ίδιος προσθέτει: «Δεν ξέρω τι τηλεφώνημα δέχτηκε στον αέρα της εκπομπής η Αγγελική, αλλά, αν κρίνω από τη φάτσα της, πιθανόν η BMW να σχετίζεται με το έγκλημα».

“Το βλέμμα του Μπάμπη είναι σαν να έχει το κακό μέσα του”

Άνθρωπος από το περιβάλλον της Καρολάιν μιλάει στο ΟΚ! για την κατάσταση που επικρα τούσε όλο αυτό το διάστημα στην Αλόννησο–όπου η αδικοχαμένη κοπέλα έζησε το μεγαλύτερο μέρος της σύντομης ζωής της– αλλάκαι για την αίσθηση που του άφησε ο Μπάμπης την πρώτη φορά που τον συνάντησε: «Το κλίμα που επικρατούσε στο νησί από τη μέρα της δολοφονίας μέχρι και την ομολογία του Μπάμπη ήταν ίδιο με αυτό στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο καθένας έλεγε τη γνώμη του. Πολλοί ήταν αυτοί που δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι ο Μπάμπης είναι ο δολοφόνος. Μάλιστα απέδιδαν την ψυχραιμία το στο επάγγελμα του πιλότου» λέει και συνεχίζει αναφερόμενος στη γνωριμία του με το 20χρονο θύμα: «Γνώρισα την Καρολάιν το 2017. Πήγαινε στο Λύκειο και ήταν ένα πολύ δραστήριο παιδί. Ασχολούνταν με όλα. Ήταν πρόσκοπος, μια άριστη μαθήτρια στο σχολείο και πολύ αγαπητή στις φίλες της, όσο τη θυμάμαι… Γιατί μετά εξαφανίστηκε… Όταν μετακόμισε με τον Μπάμπη στην Αθήνα, ερχόταν πολύ σπάνια στο νησί. Αυτό που μου έκανε εντύπωση τις λίγες φορές που έτυχε να δω τον Μπάμπη στο νησί ήταν το βλέμμα του. Έχει ένα περίεργο βλέμμα που σε καρφώνει. Είναι σαν να έχει το κακό μέσα του. Από τη μέρα της δολοφονίας και έπειτα είδα κάποιες φορές τη μητέρα της Καρολάιν, την κυρία Σουζάνα. Ήταν συντετριμμένη. Πρόκειται όμως για μια πολύ δυνατή γυναίκα. Αυτό που έλεγε ήταν “Μου έφαγαν το παιδί μου”. Πού να ήξερε τότε ότι το έφαγε ο άνθρωπος που την πήρε αγκαλιά και της είπε “Πάω στην Αθήνα γιατί μάλλον βρήκαμε τους δολοφόνους”».

“Ήταν το τέλειο ζευγάρι”

Πολλοί ήταν αυτοί που έπεσαν από τα σύννεφα με την εξέλιξη της υπόθεσης. Μία από αυτούς είναι και η Χαρίκλεια Θεοδώρου, φίλη της μητέρας της Καρολάιν και δημοτική σύμβουλος Αλοννήσου, που δηλώνει στο OK!: «Στο νησί επικρατεί μια παγωμάρα. Δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι είναι αλήθεια. Μόνο στις ταινίες τα βλέπαμε αυτά τα πράγματα. Ελπίζουμε ότι είναι ένα κακό όνειρο. Ο δράστης έχει ομολογήσει αλλά περιμένουμε να δούμε τα αίτια. Γιατί το έκανε; Αν μπορεί να υπάρξει ένα γιατί… Είμαστε όλοι συγκλονισμένοι». Η ίδια βρισκόταν στο μνημόσυνο την ώρα που οι αστυνομικοί πλησίασαν τον Μπάμπη για να τον μεταφέρουν στην Αθήνα. «Στο μνημόσυνο έκλαιγε. Φαινόταν να είναι συγκλονισμένος. Γενικά είναι ένας κλειστός άνθρωπος, χαμηλών τόνων, που σου βγάζει μια ψυχρότητα. Γι’ αυτό και δεν υποψιαστήκαμε κάτι. Λεπτομέρειες για το τι συνέβαινε μέσα στο ζευγάρι δεν γνωρίζω. Ούτε η ίδια η μητέρα της Καρολάιν δεν γνώριζε αν υπήρχαν προβλήματα ανάμεσά τους. Η γυναίκα προσπαθεί να συνειδητοποιήσει τι έχει συμβεί. Δεν το χωράει το μυαλό της» εξηγεί και διευκρινίζει στη συνέχεια: «Εγώ τον Μπάμπη τον ξέρω περίπου είκοσι χρόνια. Ήταν μικρό παιδάκι στην Αλόννησο. Για ένα διάστημα έμεναν εδώ καθώς η μητέρα του ήταν καθηγήτρια στο νησί και έτσι πήγαινε κι αυτός σχολείο στην Αλόννησο. Ακόμη και όταν έφυγαν, κάθε καλοκαίρι επισκέπτονταν το νησί γιατί έχουν σπίτι εδώ. Οι γονείς του είναι ήρεμοι άνθρωποι, χαμηλών τόνων, μορφωμένοι. Είναι καθηγητές, ενώ η μητέρα του είναι κόρη μεγαλοδικηγόρου. Μια πολύ καλλιεργημένη οικογένεια, που δεν είχε δώσει ποτέ κανένα δικαίωμα. Οι μόνες τους κουβέντες ήταν “Ο Μπάμπης μου και ο Φώτης μου (σ.σ. ο αδελφός του). Ό,τι κάνουμε είναι για τα δυο παιδιά μας”. Χρειάζονται και αυτοί στήριξη τώρα. Δεν το συζητάω για τη Σουζάνα. Εκείνη θρηνεί δύο πρόσωπα. Την κόρη της και το ίνδαλμα. Γιατί για τη Σουζάνα ο Μπάμπης ήταν ένα ίνδαλμα. Ο τέλειος γαμπρός. Πίστευε ότι αγαπούσε την κόρη της, ενώ με τη σειρά της η Καρολάιν ήταν πολύ ερωτευμένη μαζί του. Ήταν το τέλειο ζευγάρι, έκαναν το παιδί τους και είχαν μια ευτυχισμένη οικογένεια. Το χαμόγελο της Σουζάνα ήταν μέχρι τα αυτιά. Μια γυναίκα όλο ζωή. Μόνο γελούσε. Και ξαφνικά έσβησε το χαμόγελο από πάνω της. Αυτά που ζούμε αυτές τις μέρες είναι σκηνές αρχαίας τραγωδίας».

Από το περιοδικό ΟΚ! που κυκλοφόρησε με τα «ΝΕΑ Σαββατοκύριακο» (26 Ιουνίου – 2 Ιουλίου).

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ