H Χριστίνα Λαμπίρη μίλησε την πολύνεκρη πυρκαγιά στο Μάτι, καθώς και το δικό της σπίτι κάηκε. Πέντε χρόνια μετά η παρουσιάστρια μίλησε στην εκπομπή Αλήθειες με τη Ζήνα» και περιέγραψε εκείνη την ημέρα με τον δικό της τρόπο.
«Το ξαναζούμε κάθε φορά που το συζητάμε. Ήμουν εδώ και παρακολουθούσα με αγωνία τι συνέβαινε ζωντανά. Ο καπνός, οι στάχτες έφταναν μέχρι εμάς. Στις 6 το απόγευμα η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική, η φωτιά ήταν πολύ κοντά.
Καταγράφω σε βίντεο την προσπάθεια των πυροσβεστών να πάρουν νερό και εκείνη τη στιγμή κόβεται το ρεύμα και καταλαβαίνω ότι κάτι δεν πάει καλά και ανατριχιάζω. Βγαίνουμε από την μπροστινή πλευρά του σπιτιού και ήδη είχαν αρχίσει κάφτρες να φτάνουν στο σπίτι.
Η πρώτη σκέψη ήταν να κατέβω στη θάλασσα, να βρεθώ στην παραλία μας, στο Κόκκινο Λιμανάκι. Είχα άγιο γιατί ο Θανάσης (σ.σ. ο σύζυγός της) δεν έρχεται τα μεσημέρια, ήταν η μοναδική φορά που ήταν εδώ και μου έδωσε τη σωστή συμβουλή, να μπω στο αυτοκίνητο και να πάω προς τη Ραφήνα.
«Παρατηρούσα την απόγνωση και τον τρόμο στα μάτια τους»
Έξω από το σπίτι ήταν όλα τα αυτοκίνητα κολλημένα, μέσα ήταν ηλικιωμένοι, παιδιά, ζωάκια και παρατηρούσα την απόγνωση και τον τρόμο στα μάτια τους. Να βλέπω από τον καθρέφτη τις πύρινες γλώσσες στις κορφές των δέντρων.
Ήθελα να κατέβω ξανά τα σκαλιά και ο Θανάσης μου είπε να μπω στο αντίθετο ρεύμα και να φύγω. Η αγωνία μου μετά ήταν ο Θανάσης. Κάθε οικογένεια είναι μια διαφορετική ιστορία. Το σπίτι μας τρόμαξα να το γνωρίσω. Όλο το σαλόνι είχε καταστραφεί, είχαν σπάσει όλα τα τζάμια, είναι τέτοιο το σοκ που δεν θυμάσαι τι υπήρχε.
«Τα δύο χρόνια που ακολούθησαν ήταν μια νεκρή πόλη»
Τα δύο χρόνια που ακολούθησαν ήταν μια νεκρή πόλη, κάθε φορά που έβρεχε μύριζε καμένο. Κάθε δυο ώρες άλλαζα το νερό του σκύλου γιατί έβγαινε μαύρο, η γη έβγαζε μαυρίλα. Δεν ξεπερνιέται. Όταν έχει αέρα η περιοχή είμαι πάντα σε ετοιμότητα».
«Σε στιγματίζει για πάντα, η ζωή σε προχωράει. Αν εγώ δεν μπορώ να ξεπεράσω την υλική ζημιά πώς μπορούν να το ξεπεράσουν οι άνθρωποι που βίωσαν τον χαμό των δικών τους ανθρώπων; Θέλω να πιστέψω ότι θα υπάρξει δικαίωση ως ελάχιστο φόρο τιμής στους ανθρώπους που “έφυγαν”».