Το Adolescence στο Netflix είναι η σειρά που έχει συγκλονίσει τον πλανήτη τις τελευταίες ημέρες και όχι τυχαία. Είναι η σειρά που έχει γίνει το talk of the town, και θες να μιλάς γι΄αυτή είτε είσαι γονιός είτε όχι. Είναι η σειρά που μας σόκαρε και μας γέμισε ανησυχία για τα δικά μας παιδιά και για το αν είμαστε τελικά οι σωστοί γονείς…
Η ψυχολόγος – παιδοψυχολόγος – ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεύτρια και Επιστημονική Διευθύντρια του ΔΙΚΕΨΥ Άσπα Πασπάλη με συνέντευξή της στο okmag απαντά με σαφήνεια σε όλα τα ερωτήματα που μας γέμισε κυριολεκτικά η σειρά που έχουν ήδη δει εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο. Ερωτήματα για το τι έφταιξε. Ερωτήματα για το τι όπλισε το χέρι του 13χρονου ήρωα. Για το τι μπορεί να κάνει ένα παιδί πίσω από την κλειστή πόρτα του δωματίου του. «Ο Andrew Tate δεν “παρασύρει” τυχαία παιδιά. Μιλάει σε αγόρια που είναι ήδη πληγωμένα, ήδη ματαιωμένα, ήδη μπερδεμένα. Και τους λέει: «Δεν φταις εσύ. Εσύ είσαι ισχυρός. Οι άλλοι είναι το πρόβλημα.» λέει μεταξύ άλλων στο okmag η Άσπα Πασπάλη.
Δείτε όλες τις απαντήσεις στα ερωτήματα και τις απορίες που μας γεννήθηκαν από τη σειρά φαινόμενο στην συνέντευξη της Άσπας Πασπάλη, που ακολουθεί:
Γιατί πιστεύετε ότι το Adolescence έγινε τόσο μεγάλη επιτυχία μέσα σε λίγες μέρες από την προβολή του στο Netflix;
Η σειρά Adolescence δεν προσπαθεί να δώσει μια απλοϊκή εξήγηση για τον Jamie. Δεν του αποδίδει μια ψυχιατρική διάγνωση για να ερμηνεύσει τη συμπεριφορά του. Τον παρουσιάζει ως ένα παιδί με κενά, με επιρροές, με ελλείψεις, αλλά και με μια ψυχολογική λογική πίσω από τις πράξεις του.
Και αυτό, για μένα, είναι και η δύναμη της σειράς. Δεν προσπαθεί να σοκάρει. Προσπαθεί να καταλάβει. Δεν δημιουργεί έναν ήρωα ή έναν αντι-ήρωα. Παρουσιάζει ένα παιδί που θα μπορούσε να είναι δίπλα μας — και αυτό είναι που κάνει τη σειρά τόσο έντονη.
Ο κόσμος ταυτίζεται γιατί βλέπει καθημερινές σκηνές: το παιδί που ανεβαίνει στο δωμάτιό του χωρίς να μιλήσει. Το παιδί που περνάει ώρες μπροστά στην οθόνη και κανείς δεν ξέρει πραγματικά τι βλέπει. Οι γονείς δεν είναι αδιάφοροι. Αλλά δεν βλέπουν. Ή δεν μπορούν να δουν.
Η σειρά δεν μας δείχνει έναν “κακό έφηβο”. Μας δείχνει τι συμβαίνει όταν το παιδί μαθαίνει να ζει μόνο με τη σιωπή, χωρίς πλαισίωση. Όταν απορροφά χωρίς επεξεργασία. Όταν μαθαίνει μέσα από το διαδίκτυο τι σημαίνει να είσαι αγόρι, να είσαι ισχυρός, να έχεις τον έλεγχο.
Και όταν όλα αυτά δεν συναντούν αντίλογο, ούτε παρουσία, μπορεί να οδηγήσουν σε πράξεις που το ίδιο το παιδί δεν κατανοεί πλήρως.
Πολλοί από εμάς είδαμε τη σειρά και είπαμε: «Αυτό το παιδί δεν είναι “κάποιος άλλος”. Είναι ένα παιδί σαν όλα τα άλλα, που βρέθηκε εκτεθειμένο, χωρίς επεξεργασία, χωρίς κατανόηση, χωρίς σχέση που να αντέχει.» Αυτό βρήκαν οι άνθρωποι στη σειρά. Την αναγνώριση μιας αλήθειας που μας αφορά όλους.
Ένα ερώτημα που πλανάται είναι αν θα πρέπει να δουν τη σειρά οι γονείς μαζί με τα έφηβα παιδιά τους ή όχι. Ποια είναι η άποψή σας;
Δεν υπάρχει μία απάντηση που να ταιριάζει σε όλους. Η σειρά έχει χαρακτηρισμό 15+ από το Netflix, και όχι τυχαία. Το περιεχόμενο είναι φορτισμένο — όχι τόσο επειδή περιλαμβάνει σκηνές βίας,
αλλά επειδή αγγίζει βαθιά, υπαρξιακά ζητήματα για τα οποία πολλοί έφηβοι δεν έχουν ακόμη λόγια.
Σε κάποιες περιπτώσεις, το παιδί μπορεί να νιώσει ότι εκτίθεται ψυχικά, ότι αποκαλύπτονται μπροστά του κομμάτια ευάλωτα δικά του, για τα οποία ίσως ντρέπεται ή δεν έχει μιλήσει ποτέ. Και αυτό μπορεί να είναι είτε ευκαιρία για σύνδεση, είτε αφορμή για αποστασιοποίηση
ανάλογα με το πώς θα σταθεί ο ενήλικας απέναντι του.
Αν ο γονιός έχει δει πρώτα μόνος του τη σειρά και νιώθει ότι μπορεί να αντέξει και τη δική του αντίδραση και του παιδιού, τότε ναι, μπορεί να τη δουν μαζί. Όχι με στόχο να κάνουν “διάγνωση” ή “ανάλυση”, αλλά με στόχο να συναντηθούν σε ερωτήσεις όπως:
«Εσύ πώς το είδες; Το έχεις ζήσει αυτό κάπου γύρω σου;»Το ζητούμενο δεν είναι απλώς αν θα δουν τη σειρά μαζί. Είναι αν υπάρχει μεταξύ τους χώρος για να μιλήσουν για όσα θα νιώσουν βλέποντάς την.
Αν αυτός ο χώρος υπάρχει, τότε μπορεί να είναι μια πολύ ουσιαστική εμπειρία. Αν όχι, τότε καλύτερα να προηγηθεί η θέαση από τον γονιό,ώστε να κρίνει αν και πότε είναι η κατάλληλη στιγμή.
Στη σειρά βλέπουμε ότι ο πατέρας του Τζέιμι είναι ένας καλός πατέρας με ενσυναίσθηση. Τι πιστεύετε ότι πήγε στραβά;
Η σειρά Adolescence δεν μας δείχνει έναν “κακό πατέρα”. Ο πατέρας του Jamie είναι ευγενής, προσπαθεί να βοηθήσει, έχει ενσυναίσθηση. Κι όμως, κάτι δεν φτάνει ποτέ πραγματικά στο παιδί.
Η ίδια η σειρά – και κυρίως ο τρόπος που ο Jamie μιλά για τον πατέρα του στη σκηνή με την ψυχολόγο -μας αποκαλύπτει μια σχέση που έχει συναισθηματικό κενό.
Όταν ο Jamie λέει: «Ποτέ δεν με είδε. Ποτέ δεν με άκουσε. Δεν ήθελε να έχει καμία σχέση με εμένα.» δεν μιλά για απουσία φυσική. Μιλά για απουσία συναισθηματική. Ο πατέρας, όπως μαθαίνουμε, έχει μεγαλώσει με έναν βίαιο δικό του πατέρα. Μπορεί να μην επανέλαβε τη βία, αλλά δεν είχε τα εφόδια να σταθεί αλλιώς απέναντι στο παιδί του.
Κι εδώ μπαίνει η έννοια της διαγενεακής μετάδοσης του τραύματος: δεν χρειάζεται να κάνεις στο παιδί σου ό,τι σου έκαναν. Αρκεί να μην έχεις καταλάβει πώς σε επηρέασε αυτό που έζησες. Τότε, χωρίς να το θες, του παραδίδεις το ίδιο “κενό”. Όχι μέσω βίας, αλλά μέσω σιωπής, αμηχανίας, συναισθηματικής αδυναμίας.
Στην περίπτωση του Jamie, ο πατέρας του δεν μπορεί να τον δει στα δύσκολα κομμάτια του.
Όταν είναι θυμωμένος, μπερδεμένος, ακραίος, ο πατέρας δεν τον αντέχει. Δεν μένει. Και το παιδί αυτό το διαβάζει ως απόρριψη. Έτσι, παρότι υπάρχει πρόθεση, δεν υπάρχει αντοχή.
Και αυτή η απουσία δεν ακούγεται, αλλά διαμορφώνει. Γιατί ο Jamie -όπως και κάθε παιδί – δεν χρειάζεται έναν “τέλειο” πατέρα. Χρειάζεται έναν πατέρα που να μπορεί να μείνει — και όταν τα πράγματα είναι δύσκολα.

Πώς τελικά μπορεί να ξέρει ένας γονιός τι μπορεί να κάνει το παιδί του στο δωμάτιό του, έχοντας για ώρες συντροφιά το κινητό ή τον υπολογιστή του;
Δεν μπορεί να ξέρει τα πάντα — και αυτό είναι η αλήθεια. Και είναι καλό να το πούμε ξεκάθαρα, για να μη μεγαλώνει και η ενοχή. Το ζήτημα δεν είναι ο απόλυτος έλεγχος. Το θέμα είναι: πόσο χώρο υπάρχει για το παιδί να φέρει αυτό που βλέπει — έξω από το δωμάτιό του;
Αν το παιδί νιώθει ότι όταν δείξει κάτι “περίεργο” ή ανησυχητικό, θα τρομάξουμε, θα το μαλώσουμε ή θα το αγνοήσουμε, τότε δεν θα μας το φέρει ποτέ. Αν όμως υπάρχει ασφάλεια στη σχέση, τότε θα το φέρει σιγά-σιγά.
Άρα το ερώτημα δεν είναι “πώς θα το παρακολουθήσω”, αλλά “πόσο παρών είμαι στην καθημερινότητά του, πριν καν κλείσει την πόρτα του δωματίου του.”
Η εφηβεία χρειάζεται όριο. Αλλά χρειάζεται και χώρο. Και χρειάζεται ενήλικες που είναι παρόντες χωρίς να εισβάλλουν και διαθέσιμοι χωρίς να καταρρέουν.
Δεν χρειάζεται να ξέρουμε όλα όσα βλέπει.Χρειάζεται να μπορεί να μας μιλήσει για κάτι που τον μπέρδεψε, τον τρόμαξε, ή τον έκανε να αισθανθεί περίεργα.
Και αυτό δεν χτίζεται όταν χτυπά ο συναγερμός. Χτίζεται πολύ νωρίτερα — όταν δείχνουμε ότι είμαστε εκεί και στα “ασήμαντα”.
Στη σειρά γίνεται λόγος για τον όρο manosphere και τον «πρεσβευτή» του Άντριου Τέιτ. Πόσο εύκολα μπορεί να επηρεαστεί ένας έφηβος από τέτοια πρότυπα;
Ο έφηβος δεν επηρεάζεται εύκολα μόνο επειδή ακούει τον Andrew Tate. Επηρεάζεται όταν δεν έχει ακούσει τίποτε άλλο. Η επίδραση τέτοιων προτύπων δεν οφείλεται μόνο στο περιεχόμενο.
Οφείλεται στο κενό γύρω από το παιδί. Όταν ο έφηβος μεγαλώνει χωρίς ουσιαστική συνομιλία για το τι είναι σχέση, τι σημαίνει αρρενωπότητα, πώς διαχειρίζομαι απόρριψη ή ματαίωση,τότε οι πρώτες ξεκάθαρες απαντήσεις που θα του δοθούν -όσο τοξικές κι αν είναι – θα τις πάρει σαν αλήθειες.
Ο Andrew Tate δεν “παρασύρει” τυχαία παιδιά. Μιλάει σε αγόρια που είναι ήδη πληγωμένα, ήδη ματαιωμένα, ήδη μπερδεμένα. Και τους λέει: «Δεν φταις εσύ. Εσύ είσαι ισχυρός. Οι άλλοι είναι το πρόβλημα.»

Δεν τους δίνει ανδρική ταυτότητα.Τους δίνει φαντασίωση κυριαρχίας, φιλτραρισμένη μέσα από εκδίκηση, απαξίωση, εξουσία. Και όταν το παιδί δεν έχει ακούσει άλλη αφήγηση —
όχι θεωρητικά, αλλά μέσα από τη σχέση με τον πατέρα, τη μητέρα, τον φροντιστή —
τότε αυτή η φωνή γίνεται η μόνη που αντέχεται.
Η σειρά Adolescence το δείχνει με ακρίβεια: ο Jamie δεν είναι ένα παιδί γεμάτο μίσος.Είναι ένα παιδί γεμάτο ερωτήματα που δεν απαντήθηκαν ποτέ.
Άρα, δεν είναι η “κακή επιρροή” το πρόβλημα. Είναι η απουσία άλλης παρουσίας.
Κι εκεί χρειάζεται να εστιάσουμε: στο πώς χτίζεται ένα περιβάλλον που δεν αφήνει τέτοιες φωνές να είναι οι μόνες διαθέσιμες.

Τι πιστεύετε ότι φταίει που αρκετοί γονείς δεν μιλάνε ανοιχτά με τα παιδιά τους – και το αντίθετο;
Πολλοί από τους σημερινούς γονείς μεγάλωσαν σε ένα πλαίσιο αυστηρής, και συναισθηματικά φτωχής παιδαγωγικής. Μπορεί να είχαν καλυμμένες τις υλικές και πρακτικές τουσ ανάγκες και αξίες, αλλά δεν υπήρχε χώρος για ανοιχτή κουβέντα. Πολλά θέματα ήταν “απαγορευμένα” — όχι απαραίτητα από κακία, αλλά επειδή απλώς δεν υπήρχε γλώσσα για να τα συζητήσεις.
Οι περισσότεροι μεγάλωσαν με το «δεν μιλάμε για αυτά» ή «αυτό δεν είναι της ηλικίας σου».
Η σεξουαλικότητα, τα όρια, η συναισθηματική δυσκολία, ο θυμός — δεν υπήρχε τρόπος να μπουν στο τραπέζι.Κι έτσι, σήμερα, έχουμε γονείς που θέλουν να κάνουν τα πράγματα αλλιώς, αλλά δεν έχουν μοντέλο.Θέλουν να μιλήσουν, αλλά δεν ξέρουν πώς.
Η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση, για παράδειγμα, εξακολουθεί να είναι ταμπού για πολλές οικογένειες.
Όχι γιατί δεν πιστεύουν ότι είναι σημαντική, αλλά γιατί τους φέρνει αντιμέτωπους με τη δική τους αμηχανία.Και πολλές φορές, και με τις δικές τους ματαιώσεις ή τραυματικές εμπειρίες που δεν έχουν ειπωθεί ποτέ.
Δεν είναι εύκολο να μιλήσεις για συναίνεση, σώμα, επιθυμία, σχέση,όταν κανείς δεν σου τα μίλησε ποτέ.
Όταν όλα αυτά τα έμαθες μόνος σου, ή καθόλου.
Αλλά ακριβώς επειδή ξέρουμε πώς είναι να μη σταθήκαν δίπλα μας,έχουμε την ευκαιρία να σταθούμε αλλιώς εμείς στα δικά μας παιδιά.
Η δυσκολία είναι κατανοητή.Αλλά δεν πρέπει να την κάνουμε και κανονικότητα. Όταν δεν σου μίλησαν ποτέ, είναι δύσκολο να ξέρεις πώς να μιλήσεις.

Πολλοί έφηβοι δέχονται απόρριψη ή μπούλινγκ, αλλά δεν φτάνουν στο έγκλημα. Μήπως τελικά έχει να κάνει και με τον χαρακτήρα ή το DNA του κάθε παιδιού;
Είναι μια ερώτηση που τίθεται πολύ συχνά, γιατί όλοι προσπαθούμε να βρούμε μια καθαρή απάντηση σε κάτι που μας σοκάρει. Η ψυχαναλυτική σκέψη όμως — και πιο ειδικά η εγκληματολογική ψυχολογία — μας βοηθούν να δούμε τα πράγματα πιο σύνθετα: η βίαιη συμπεριφορά δεν προκύπτει μόνο από τον «χαρακτήρα» ή από κάποια γενετική προδιάθεση. Συνήθως πρόκειται για παιδιά που έχουν τραυματιστεί ψυχικά και δεν έχουν καταφέρει να αναπτύξουν μηχανισμούς επεξεργασίας του θυμού, της ματαίωσης και της απόρριψης.
Στις περισσότερες περιπτώσεις υπάρχει ένας γονιός που ήταν ψυχικά απών, ασυνεπής ή ακατάλληλος να σταθεί πραγματικά απέναντι στο παιδί. Δεν εννοούμε απαραίτητα βίαιος — εννοούμε μη διαθέσιμος. Ένας γονιός που δεν μπορούσε να δει τι κρύβεται πίσω από τη σιωπή, την απόσυρση ή τον θυμό.
Αυτό που βλέπουμε στη σειρά Adolescence είναι ένα αγόρι που μεγαλώνει μέσα σε συναισθηματικό κενό. Και μέσα σε αυτό, εκτίθεται σε ένα διαδικτυακό περιβάλλον που του προτείνει μια “λύση”: να γίνει ισχυρός, να μην είναι θύμα, να επιβληθεί. Η κουλτούρα της manosphere και οι λόγοι ανθρώπων όπως ο Andrew Tate λειτουργούν ως ψευδο-παρηγορητικοί μηχανισμοί: δίνουν εξηγήσεις χωρίς συναισθηματικό κόστος. Δεν σε μαθαίνουν να σκέφτεσαι, σε μαθαίνουν να κυριαρχείς.
Πρόκειται για άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση, εσωτερική ανασφάλεια και έντονη ευαλωτότητα, που προσπαθούν να την κρύψουν μέσα από την πράξη, τη βία, τον έλεγχο. Η πράξη βίας, σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν είναι δείγμα “κακού χαρακτήρα”. Είναι μια προσπάθεια επιβίωσης — να σβήσει κανείς την αδυναμία που δεν αντέχει να βιώσει.
Ο Jamie δεν είχε λέξεις. Δεν είχε εσωτερικά εργαλεία. Δεν είχε κανέναν να μεταφράσει μαζί του αυτό που του συνέβαινε. Και όταν δεν έχεις λέξεις, η πράξη γίνεται η μόνη διέξοδος. Όχι γιατί γεννήθηκες βίαιος, αλλά γιατί δεν βρέθηκε κανείς να αντέξει αυτό που ήθελες να πεις.
Η βία δεν είναι ποτέ μονόπρακτο. Είναι το αποτέλεσμα μιας ιστορίας — και κυρίως, όσων δεν ειπώθηκαν στην ώρα τους.
Διαβάστε επίσης: Ο ρόλος του Μπραντ Πιτ στην πολυσυζητημένη σειρά Adolescence