Όταν ο Γκιστάβ Φλομπέρ δημοσίευσε την ιστορία της Έμμα Μποβαρί κατηγορήθηκε ότι προσβάλλει το κοινό θρησκευτικό αίσθημα και τα χρηστά ήθη. Ο ρεαλισμός του έργου του, οι ηδονικές περιγραφές και η ηρωίδα του που παρακινείται από τον ρομαντισμό των μυθιστορημάτων, διεκδικεί ελευθερίες στη ζωή της και ακολουθεί τα πάθη της, σκανδάλισαν στην κοινωνία του 1857. Στη δίκη ο Φλομπέρ αθωώνεται και το «Μαντάμ Μποβαρί» γίνεται ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα βιβλία της εποχής του και περνά στα αριστουργήματα της παγκόσμιας κλασικής λογοτεχνίας.

Στο θέατρο Αποθήκη η Λίλλυ Μελεμέ στήνει με ευρυματικότητα ουσιώδη σημεία του έργου που διασκεύασε η Έλσα Ανδριανού και παραδίδει μία ολοκληρωμένη παράσταση που τα λεπτά της ρέουν. Οι ερμηνείες, η κίνηση, η χρήση των σκηνικών, ο αξιοζήλευτος ρυθμός ρουφούν τους θεατές στο ταξίδι της Έμμα Μποβαρί που ενσαρκώνει στη σκηνή με αστείρευτη ενέργεια η Πέγκυ Τρικαλιώτη, δίνοντας ξεκαθαρά και με τρόπο θαυμαστό κάθε χρονική περίοδο και όλες τις συναισθηματικές μεταπτώσεις της ηρωίδας της. Στον ρόλο του αφοσιωμένου συζύγου της, ο Κώστας Βασαρδάνης προσεγγίζει με ευαισθησία τον χαρακτήρα του Σαρλ. Ο Ανδρέας Νάτσιος, ο Πάρις Θωμόπουλος και ο Γιάννης Εγγλέζος ενδύονται και απεγδύονται μια σειρά χαρακτήρων – όπως και τους εραστές της Μποβαρί, Ροδόλφο και Λεόν- που προωθούν την πλοκή του έργου κερδίζοντας το στοίχημα να τους φέρουν ευδιάκριτα στη σκηνή.

Το okmag συνάντησε τους πρωταγωνιστές της παράστασης «Μαντάμ Μποβαρί» και μας μίλησαν για την ακαταμάχητη Έμμα, τις δυσκολίες του έργου, αλλά και τα θέματα που αγγίζει και μας απασχολούν.

Τι αναζητά η Μποβαρί και έχει συνεχώς αυτό το ανικανοποίητο;

Πέγκυ Τρικαλιώτη: Νομίζω ότι ζητά μια ελευθερία στην πραγματικότητα. Να είναι ελεύθερη να ερωτευτεί, να αγαπήσει χωρίς έλεγχο, χωρίς τίποτα. Είναι ένα πολύ παθιασμένο πλάσμα. Αν είχε γεννηθεί σήμερα, δεν θα είχε τόσα πολλά προβλήματα. Θα ερωτευόταν παράφορα, θα τελείωνε και θα πήγαινε σε κάτι άλλο. Είναι ένας παράφορος άνθρωπος που γεννήθηκε σε μια εποχή που δεν επιτρεπόταν σε μία γυναίκα να επιδιώκει την ελευθερία της, να επιδιώκει τον έρωτα, να κυνηγάει να ζήσει. Θέλει να ζήσει η Μποβαρί.

Πέγκυ Τρικαλιώτη: «Θέλει να ζήσει η Μποβαρί»

Είναι ένα πλάσμα που έχει μεγαλώσει με βιβλία και φανταστικούς έρωτες και νομίζει ότι αυτό σημαίνει έρωτας, κάτι πολύ ρομαντικό, απόλυτο και υπέροχο και ότι αυτό είναι και τίποτα άλλο. Το οποίο δεν είναι η πραγματική ζωή. Παντρεύεται τον Μποβαρί, αυτόν τον υπέροχο κατά τα άλλα άνθρωπο, που ακριβώς επειδή είναι υπέροχος αυτό μπορεί να την τρελάνει. Διότι της τελειώνει πολύ γρήγορα. Δεν είναι ερωτευμένη. Αυτή η καλοσύνη του, της δημιουργεί μια φυλακή μέσα στο κεφάλι της που νομίζω την κάνει να θέλει να φύγει τρέχοντας. Δεν την αντέχει την απόλυτη καλοσύνη αυτού του ανθρώπου και στο βιβλίο ο Φλομπέρ το περιγράφει έντονα. Αν βγούμε απ’ έξω και σταματήσουμε να βλέπουμε οτιδήποτε έχουμε μέσα στο μυαλό μας σε σχέση με την ηθική και τα «πρέπει», νομίζω ότι καταλαβαίνουμε πολύ καλά την Μποβαρί. Πώς ένας άνθρωπος μπορεί να εγκλωβιστεί σε κάτι που δεν του κάνει, αλλά δεν μπορεί να φύγει κιόλας από αυτό. Φτάνει στο σημείο να μισήσει τον άλλον.

Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι ακόμα και σήμερα που μισούν τους συντρόφους τους αλλά δεν φεύγουν. Τους μισούν και δεν φεύγουν. Για οποιονδήποτε λόγο ο καθένας. Ακόμα και σήμερα που μπορείς να σηκωθείς να φύγεις. Η Μποβαρί έπρεπε να είναι πάντα δίπλα σε έναν άντρα. Έτσι βίωνε την ύπαρξή της. Την έχω αγαπήσει πολύ ενώ στην αρχή την έκρινα. Δεν μοιάζουμε καθόλου. Δεν είμαι τόσο ρομαντική. Είμαι πιο γήινη, πιο πραγματίστρια στα 52 μου χρόνια, τα βλέπω τα πράγματα πολύ πιο καθαρά και την έκρινα. Μετά συνειδητοποίησα πόσο λάθος έκανα. Τώρα την έχω λατρέψει, γιατί την έχω καταλάβει απόλυτα.

Πείτε μας δύο λόγια για τους συμπρωταγωνιστές σας στην παράσταση.

Πέγκυ Τρικαλιώτη: Ο Κωστής Βασαρδάνης είναι ένας εντυπωσιακά καλός ηθοποιός. Ήθελα χρόνια να δουλέψω μαζί του και το καταφέραμε φέτος και τον χαζεύω πάνω στη σκηνή. Τον Ανδρέα Νάτσιο τον ήξερα, είναι ένας υπέροχος, γλυκύτατος άνθρωπος και τόσο διαφορετικός από αυτό που έχει φτιάξει πάνω στη σκηνή. Ο Πάρις και ο Γιάννης είναι δύο παιδιά που δεν τα ήξερα καθόλου, τους γνώρισα φέτος και τους έχω αγαπήσει βαθιά. Είναι τόσο υπέροχοι και δοτικοί και πρώτα από όλα υπέροχοι ηθοποιοί. Νιώθω με τα παιδιά ότι ο ένας κόβει και ο άλλος ράβει. Βοηθιόμαστε, οι ατάκες μας, ο ρυθμός, δεν υπάρχει τίποτα που να πέφτει κάτω. Επίσης βοηθά ο ένας τον άλλον με τις αλλαγές που γίνεται χαμός πίσω από τη σκηνή.

Η Πέγκυ Τρικαλιώτη ως Έμμα Μποβαρί μαζί με τον Κώστα Βασαρδάνη στον ρόλο του Σαρλ.

Πώς θα περιγράφατε τον χαρακτήρα που υποδύεστε στην παράσταση;

Κώστας Βασαρδάνης: Η κύρια ιδιότητά του Σαρλ μέσα στο έργο και στην παράσταση είναι ότι αγαπά πάρα πολύ την Έμμα Μποβαρί. Από εκεί και πέρα αρχίζει σιγά σιγά να υποψιάζεται ότι η Έμμα έχει και μια ζωή παράλληλη την οποία αυτός δεν γνωρίζει. Και νομίζω ότι αυτό είναι το ενδιαφέρον για τον ηθοποιό που παίζει αυτόν τον ρόλο. Δηλαδή το πώς συνδυάζει και την αγάπη του για αυτή που δεν χάνει καθόλου μέχρι το τέλος του έργου, αλλά ταυτόχρονα και όλη αυτή τη σκιά που θα έπρεπε να είναι βλάκας για να μην τη βλέπει. Εννοώ τη σκιά της απιστίας και του ανικανοποίητου κομματιού της Έμμα. Δεν είναι μόνο ότι την αγαπά πολύ, προσδιορίζεται μέσα από αυτή.

Κώστας Βασαρδάνης: «Δεν είναι μόνο ότι ο Σαρλ την αγαπά, προσδιορίζεται μέσα από την Έμμα»

Πάρις Θωμόπουλος: Ο Ροδόλφος είναι, ο πρώτος εραστής της Έμμα. Είναι ένας άνθρωπος που του αρέσουν οι γυναίκες. Ενδεχομένως να έχει πληγωθεί στο παρελθόν από αυτές και να προσπαθεί να βρει κάτι να τον κρατήσει. Μια γυναίκα που να του κάνει κλικ. Η Έμμα είναι μια γυναίκα που το πετυχαίνει και για αυτό λέει και σε έναν μονόλογο ότι «Αν δεν επέμενε θα συνεχίζαμε». Τον στεναχωρεί αυτό. Είναι χορτασμένος από γυναίκες, τις κυνηγάει, περιτριγυρίζεται από γυναίκες. Με τη συγκεκριμένη είναι καιρό μαζί. Αν δεν ήταν τόσο πιεστική ως προς τα θέλω της, που θέλει απεγνωσμένα να ζήσει κάτι που είναι στο φαντασιακό της, που έχει διαβάσει σε βιβλία, ίσως να συνέχιζαν. Ο Ροδόλφος φεύγει για να γλιτώσει από εκείνη. Δεν έχει τα κότσια να το αντιμετωπίσει.

Γιάννης Εγγλέζος: Είναι ένας νέος στη γαλλική επαρχία με πολλά όνειρα, πολλές βλέψεις, πολλά ιδανικά. Γνωρίζει τον έρωτα στα μάτια μιας μεγαλύτερής του κυρίας, φεύγει για την πρωτεύουσα και σιγά σιγά μετατρέπεται σε έναν τυποποιημένο βαρετό ενήλικα με πεζές σκέψεις και χωρίς όνειρα. Στην Έμμα τον ελκύει η διαφορετικότητά της, η μοναδικότητά της μέσα στην πλήξη που ζει. Είναι ο μόνος άνθρωπος που ενδιαφέρεται για τα ίδια πράγματα που ενδιαφέρεται και αυτός, τη λογοτεχνία, τη μουσική.

Ο Πάρις Θωμόπουλος στον ρόλο του Ροδόλφου μαζί με την Πέγκυ Τρικαλιώτη.

Πώς είναι η συνεργασία σας με την Πέγκυ Τρικαλιώτη και τι χαρακτηριστικά πρέπει να περιλαμβάνει μια καλή συνεργασία στο θέατρο.

Κώστας Βασαρδάνης: Μια καλή συνεργασία στο θέατρο αφενός συνήθως χτίζεται με τον καιρό, ειδικά για ηθοποιούς που δεν γνωρίζονται ιδιαίτερα θεατρικά. Και είναι πολύ ενδιαφέρον να συναντάς ηθοποιούς που πρέπει να καταλάβεις πώς αντιλαμβάνονται τα πράγματα, να πάρεις από αυτούς στοιχεία που λείπουν σε εσένα. Ενδεχομένως να δώσεις στοιχεία που μπορεί να λείπουν στον άλλο. Και νομίζω ότι αυτό είναι το σημαντικό από όλα. Πέρα από το ότι η Πέγκυ είναι μια πολύ καλή ηθοποιός. Το στοίχημα είναι να καταφέρεις να συνεννοηθείς ουσιαστικά.

Πάρις Θωμόπουλος: Η Πέγκυ είναι πολύ δοτική και στη σκηνή και ως άνθρωπος. Προσωπικά την υπεραγαπώ και νομίζω και η ίδια. Γενικά είμαστε μια πολύ ωραία ομάδα. Με τον Κώστα έχουμε ξαναυπάρξει σε παραστάσεις. Με τη Λιλλύ επίσης. Τον Γιάννη, τον Ανδρέα και την Πέγκυ δεν ήξερα και είναι καταπληκτικά παιδιά και συνεργάτες σε όλα τους.

Πάρις Θωμόπουλος: «Η Πέγκυ είναι πολύ δοτική και στη σκηνή και ως άνθρωπος»

Γιάννης Εγγλέζος: Η συνεργασία μου και με την Πέγκυ και με όλους τους ηθοποιούς της παράστασης είναι πάρα πολύ όμορφη, πάρα πολύ ωραίο το κλίμα. Η Πέγκυ είναι ένας πολύ δοτικός άνθρωπος που μπαίνει και δίνει στην πρόβα το 100% αυτού που έχει, ποτέ δεν κάνει εκπτώσεις και αυτό είναι κάτι που εκτιμώ και φαντάζομαι όλοι οι συνάδελφοι. Είναι πολύ ανοιχτή, βοηθητική, να σε ακούσει. Είναι πάντα εκεί για εσένα και δεν λειτουργεί ως αυθεντία. Είναι μια πολύ όμορφη συνεργασία.

Στη σκηνοθεσία της Λίλλυς Μελεμέ ποιο στοιχείο θα ξεχωρίζατε;

Πέγκυ Τρικαλιώτη: Τον τρόπο που έχει «δέσει» τη μία σκηνή με την άλλη. Και η Έλσα Ανδριανού βεβαίως που έχει κάνει το κείμενο. Ο τρόπος αφήγησης αυτής της ιστορίας με εντυπωσιάζει. Επίσης λατρεύω αυτό που έχει κάνει με τους Λερέ. Που είναι κάτι μεταξύ τράπεζας, τοκογλύφων και τον τρόπο που τα παιδιά μπαίνουν και βγαίνουν σε αυτό. Είμαι η μόνη που παίζω εν θερμώ. Ο Κωστής αφηγείται και τι γίνεται παρακάτω. Κι εγώ αφηγούμαι τι γίνεται σε εμένα. Κι όλοι οι άλλοι μπαινοβγαίνουν σε αυτό. Μου αρέσει πολύ αυτό που έχει κάνει η Λίλλυ.

Κώστας Βασαρδάνης: Μια αθωότητα να αφηγηθούμε αυτή την ιστορία με όρους απλούς, αλλά ταυτόχρονα με θεατρικό ενδιαφέρον. Επίσης, είναι προκλητικό για τον ηθοποιό ότι υπάρχει αυτός ο καταιγιστικός ρυθμός, μέσα στον οποίο πρέπει να βρεις και έναν χώρο να υπάρχεις και πιο ουσιαστικά πέρα από το να τον υπηρετείς. Αλλά ο ρυθμός που βάζει η Λίλλυ -γιατί έχουμε ξαναδουλέψει μαζί και ήταν κοντινή η γλώσσα- νομίζω είναι χρήσιμος για την παράσταση.

Πάρις Θωμόπουλος: Η Λίλλυ έχει έναν συγκεκριμένο τρόπο που σκηνοθετεί που έχω ξανακάνει με άλλους σκηνοθέτες, ότι δεν καθόμαστε να στήσουμε μια σκηνή. Το ένα μας φέρνει το άλλο. Για παράδειγμα το βιβλίο που διαβάζει ένα μυθιστόρημα, το ίδιο μετά το κάνουμε ένα λεξικό. Εξελίσσεται μέσα από έναν αφηγηματικό χαρακτήρα και δεν είναι καθαρά ρεαλιστική η προσέγγιση. Μου αρέσει αυτός ο τρόπος σκηνοθεσίας και δουλειάς. Έγινε σε πολύ λίγο χρόνο, με απίστευτη πίεση. Το μυθιστόρημα είναι ένας τόμος τεράστιος και για να το κάνεις μέσα σε 1,5 μήνα και να μην χάσεις την ιστορία θέλει κότσια. Τα περάσματα χρόνων φαίνονται βάση της επόμενης σκηνής. Έχει πολύ ενδιαφέρον ο τρόπος που μεταλλάσσεται αυτό το πράγμα. Είναι πάρα πολύ δύσκολο για την Πέγκυ γιατί πρέπει να μεταλλάσσεται και η ίδια. Έχει πάρα πολλές συναισθηματικές αλλαγές ο χαρακτήρας που παίζει.

Γιάννης Εγγλέζος: «Θαύμασα τον τρόπο που η Λίλλυ Μελεμέ έπλεξε σαν παρτιτούρα αυτή την παράσταση»

Γιάννης Εγγλέζος: Θαύμασα τον τρόπο που έπλεξε σαν παρτιτούρα αυτή την παράσταση, τις διακυμάνσεις, τα πάνω και τα κάτω ώστε να παρουσιάζει ένα ενδιαφέρον. Η μουσική της σύνθεση ήταν πολύ ωραία, ως προς τη δράση, τον λόγο, την πρόζα, τις παύσεις, τις μουσικές, όλο αυτό δημιούργησε μια παρτιτούρα η οποία πιστεύω ότι έχει πολύ ενδιαφέρον. Και θεωρώ ότι παρόλο που είναι σχετικά μεγάλο σε διάρκεια κρατάει πάρα πολύ τον θεατή.

Τι πιστεύετε ότι συζητούν οι θεατές όταν φεύγουν από την παράσταση;

Πέγκυ Τρικαλιώτη: Νομίζω είναι πάρα πολύ συγκινημένοι συνήθως. Κάνει ένα μεγάλο ταξίδι από νυφούλα στο σπίτι μέχρι μέσα στην κάσα. Νομίζω ότι όταν οι θεατές βγαίνουν χρειάζεται λίγος χρόνος για να καταλάβουν τι έχουν δει και να κατανοήσουν αυτό το ταξίδι. Να κατανοήσουν για ποιον λόγο αυτή η γυναίκα έφτασε στο σημείο να καταλήξει εκεί. Στο τέλος που παρακαλάει είναι για λύπηση. Λέει στο τέλος «όλη μου η ύπαρξη καταμετρήθηκε». Όλη της η ύπαρξη ήταν αυτοί οι άνθρωποι που τους ζήτησε βοήθεια και βγήκαν λίγοι.

Κώστας Βασαρδάνης: Πιστεύω ότι συζητούν και ό,τι τους προβληματίζει, τους συγκινεί, ενδεχομένως και μπορεί και λίγο να τους κουράζει. Αλλά δεν πειράζει. Έχουμε συνηθίσει οι παραστάσεις να είναι λίγο «ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε», όπως και όλη μας η ζωή. Κι αυτή είναι μια παράσταση που σε αυτό το θέμα βάζει τον πήχη λίγο ψηλότερα. Αλλά νομίζω ότι με έναν τρόπο κερδίζουμε αυτό το στοίχημα. Δηλαδή, το να μπορεί κάποιος να μείνει 2 ώρες και 15 λεπτά και να παρακολουθήσει αυτή την παράσταση με ενδιαφέρον. Κάποιες στιγμές ενδεχομένως να κουραστεί, αλλά έπειτα να ξαναενδιαφερθεί για αυτό που βλέπει. Δηλαδή να κάνει ένα ταξίδι. Το ταξίδι δεν είναι μόνο ευχάριστο. Μπορεί να είναι κάποιες στιγμές και κουραστικό. Αλλά δεν πειράζει, νομίζω ότι στο σύνολό του είναι δημιουργικό.

Γιάννης Εγγλέζος: Αν στη ζωή τους έχει συμβιβαστεί σε κάτι λιγότερο από αυτό που ονειρεύονται, αν δειλιάζουν να φύγουν από κάπου για να ζήσουν τον έρωτα, φοβούμενοι την αποτυχία, ή ότι μπορεί να πληγωθούν, ποιοι άνθρωποι αξίζουν στη ζωή μας τελικά. Κάθε φορά συζητάω με άλλους φίλους που έρχονται να δουν την παράσταση και καινούρια πράγματα αναδύονται.

Η Πέγκυ Τρικαλιώτη μαζί με τον Γιάννη Εγγλέζο που ενσαρκώνει τον Λεόν.

Η ηρωίδα δίνει τέλος στη ζωή της. Όταν βλέπουμε τα όνειρά μας να ματαιώνονται τι χρειάζεται για να πορευτούμε για να συνεχίσουμε, όταν τα πράγματα δεν γίνονται όπως τα είχαμε φανταστεί.

Πέγκυ Τρικαλιώτη: Σήμερα σε αυτή την ηλικία που βρίσκομαι, έχοντας κάνει πολλούς κύκλους, πολλά ταξίδια, είναι να σκεφτόμαστε ότι δεν υπάρχει τέλος. Ότι στην επόμενη γωνία υπάρχει μια καινούρια αρχή. Και δεν πιστεύω ότι υπάρχει και τέλος με τον θάνατο πια. Πιστεύω ότι απλώς κλείνει ένας κύκλος και ανοίγει ένας άλλος που δεν έχουμε ιδέα τι είναι. Σίγουρα αυτή η ενέργεια και η ψυχή μας δεν νομίζω ότι χάνεται. Με ηρεμεί. Με ησυχάζει αυτό. Αλλά πραγματικά το νιώθω ότι δεν υπάρχει τέλος. Και ότι κάθε φορά που συμβαίνει κάτι πάρα πολύ έντονο και άγριο μπορείς ανά πάσα στιγμή να το δεις και αλλιώς. Να δεις την ίδια εικόνα που σε πονά με έναν άλλο τρόπο. Ο τρόπος να βγεις ζωντανός είναι ότι δεν ξυπνάει κάποιος αποφασισμένος να σε καταστρέψει ή να σε προσβάλει. Ότι οποιαδήποτε συμπεριφορά δεν είναι απέναντί σου, αλλά είναι κάτι που ο ίδιος έχει και σου προβάλλει και αύριο θα το προβάλλει σε κάποιον άλλο. Μεγαλώνοντας βλέπεις τα πράγματα πιο καθαρά.

Κώστας Βασαρδάνης: Νομίζω να καταλάβουμε γιατί ματαιώθηκαν και γιατί είχαμε αυτά τα όνειρα. Να σκεφτούμε πάνω σε αυτά.

Πάρις Θωμόπουλος: Τα πράγματα σχεδόν ποτέ δεν πάνε όπως τα είχαμε φανταστεί. Η φαντασίωση με την πραγματικότητα δεν έχει καμία σχέση. Οι άνθρωποι έχουν την τάση να φαντάζονται το χειρότερο σενάριο. Φανταζόμενοι το χειρότερο σενάριο είναι ικανοποιημένοι με αυτό που έχουν. Προσπαθώ να μη φανταστώ εκ των προτέρων κάτι. Η φαντασίωση είναι λόγος θλίψης.

Γιάννης Εγγλέζος: Ίσως το να παλεύεις για κάτι μεταγενέστερο, κάτι ιδεατό, κάτι το οποίο δεν μπορείς να καταφέρεις στη θνητή σου ζωή, αλλά αυτό το κομμάτι που θα έχεις δώσει όσο ζεις, θα συνεισφέρει ώστε να επιτευχθεί αυτό και μετά τον θάνατό σου. Κάτι που να είναι τόσο μεγάλο και σπουδαίο που να μη φτάνει μια ζωή για να το πετύχεις. Να στοχεύεις σε αξίες. Σκέφτομαι καμιά φορά πώς θα ήθελα να είναι ο κόσμος σε 100 χρόνια. Να στοχεύεις σε κάτι παραπάνω από εσένα.

«Αξίζει άραγε τόσο πολύ η αρετή ώστε να θυσιάζεις τον έρωτα;»

Πείτε μου μία φράση που ξεχωρίζετε στο «Μαντάμ Μποβαρί».

Πέγκυ Τρικαλιώτη: «Αξίζει άραγε τόσο πολύ η αρετή ώστε να θυσιάζεις τον έρωτα;», αυτό είναι και το μεγάλο ερώτημα της Μποβαρί και του Φλομπέρ. «Ασήμαντο πράγμα τελικά που είναι ο θάνατος, ένα πέρασμα» επίσης με συγκινεί. «Ποια είμαι; Είμαι ένας ταξιδιώτης που σε κάθε στάση αφήνει και κάτι». Αφήνει συνέχεια κομμάτια της η Μποβαρί και στο τέλος δεν της μένει τίποτα άλλο, παρά αυτό το τελευταίο κομμάτι που έχει μείνει να το καταστρέψει η ίδια. Φαντασιώνεται τον θάνατο από την αρχή. Αδειάζει τόσο πολύ που δεν της μένει τίποτα άλλο παρά να «φύγει».

Πάρις Θωμόπουλος: Φράση δεν μου έρχεται στο μυαλό. Αλλά μου κάνει φοβερή εντύπωση ότι μιλάει για τα θεία το 1850. Έχει βάλει έναν χαρακτήρα να λέει “έλα τώρα ο παπάς με τον γιο του, που πεθαίνει και ανασταίνεται”. Αν σκεφτούμε πότε γράφτηκε θα πούμε πως είναι αδιανόητο το πόσο μπροστά ήταν ο Φλομπέρ.

Γιάννης Εγγλέζος: Ξεχωρίζω το «Εγώ φταίω! Δεν ήσουν ευτυχισμένη. Τι έκανα λάθος; Έκανα ό,τι μπορούσα». Γιατί είναι η αλήθεια του.

Διαβάστε επίσης: Πέγκυ Τρικαλιώτη: «Αυτό το ταξίδι πριν από 25 χρόνια μού άλλαξε τον ορίζοντα»

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ